- Μοιραγέται
- Μοιραγέτᾱͅ , Μοιραγέτηςguide of fatemasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιραγέται — μοιραγέτης guide of fate masc nom/voc pl μοιραγέτᾱͅ , μοιραγέτης guide of fate masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιραίος — α, ο (Α μοιραῑος, αία, ον) αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους») νεοελλ. 1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του… … Dictionary of Greek